δραματουργικός

δραματουργικός
-ή, -ό
αυτός που έχει σχέση με τη δραματουργία: Δραματουργική τέχνη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δραματουργικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δραματουργία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”